- σφαιροθήκη
- η, ΝΑνεοελλ.1. (μυκητ.) γένος ασκομυκήτων που ανήκει στην τάξη ερυσιφώδη τής κλάσης πυρηνομύκητες, τα είδη τού οποίου είναι υποχρεωτικά παράσιτα φυτών προκαλώντας ασθένειες που είναι γνωστές ως ωίδια2. (μηχανολ.) κατασκευαστικό στοιχείο τών κυλισιοτριβέων το οποίο συγκρατεί τα στοιχεία κύλισης σε σταθερή απόσταση μεταξύ τουςαρχ.η θήκη τής σφαίρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + θήκη. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. sphaerotheca].
Dictionary of Greek. 2013.